- παιδοβρωσία
- παιδοβρωσία, ἡ (ΑΜ) [παιδόβρωτος]το να καταβροχθίζει κάποιος παιδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδοβρωσίαις — παιδοβρωσία childeating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)